στεφανιαῖος

στεφανιαῖος
στεφᾰν-ιαῖος, α, ον,
A of or like a crown,

κάλαμοι σ. τὸ πάχος D.S.2.59

(s.v.l.); σ. ῥαφή sutura coronalis, Gal.UP9.7, al., Antyll. ap. Orib. 7.14.1; of the ἐπινέμησις (direction) of a bandage, like a

στέφος 1

, Gal.18(1).786; of the eyelashes, (sc. τρίχες) Id.14.771.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο 1. όμοιος με στεφάνι. 2. ουσ. στεφανιαία, η μέρος της καρδιάς: Του αντικατέστησαν τη στεφανιαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφανιαίων — στεφανιαῖος of fem gen pl στεφανιαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίαις — στεφανιαῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαία — στεφανιαίᾱ , στεφανιαῖος of fem nom/voc/acc dual στεφανιαίᾱ , στεφανιαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίας — στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος of fem acc pl στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίαν — στεφανιαίᾱν , στεφανιαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιαίᾳ — στεφανιαίᾱͅ , στεφανιαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”